Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν συζητώ γιατί

  • 1 εξάπτω

    (αόρ. εξήψα, παθ. αόρ. εξήφθην) μετ. возбуждать, раздражать; распалять (разг);

    εξάπτ τό μίσος — разжигать ненависть;

    εξάπτομαι — возбуждаться, раздражиться, выходить из себя, горячиться; — распаляться (разг);

    δεν συζητώ γιατί εξάπτεσαν — я не разговариваю с тобой потому, что ты раздражён

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξάπτω

См. также в других словарях:

  • κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»