-
1 εξάπτω
(αόρ. εξήψα, παθ. αόρ. εξήφθην) μετ. возбуждать, раздражать; распалять (разг);εξάπτ τό μίσος — разжигать ненависть;
εξάπτομαι — возбуждаться, раздражиться, выходить из себя, горячиться; — распаляться (разг);
δεν συζητώ γιατί εξάπτεσαν — я не разговариваю с тобой потому, что ты раздражён
См. также в других словарях:
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek